ΑΠΟ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ η Γερμανία αλλάζει σελίδα, τουλάχιστον επί της αρχής. Μετά από 16 χρόνια στην Καγκελαρία, η Άνγκελα Μέρκελ αποσύρεται από την πολιτική σκηνή, δίνοντας τη σκυτάλη στον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), και μέχρι πρότινος Αντικαγκελάριο και Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Όλαφ Σόλτς.
Παρόλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις για τη σύσταση της νέας κυβέρνησης συνασπισμού αναμένεται να είναι χρονοβόρες και να κρατήσουν έως και τα Χριστούγεννα. Παραμένοντας Καγκελάριος στα πλαίσια υπηρεσιακής κυβέρνησης, η Μέρκελ ενδέχεται να γίνει (στις 17 Δεκεμβρίου συγκεκριμένα) η δεύτερη μακροβιότερη Καγκελάριος της Γερμανίας, αντικαθιστώντας τον μέντορά της, Χέλμουτ Κολ (1982-1998) – στη πρώτη θέση παραμένει σταθερά ο Όττο φον Μπίσμαρκ (1871-1890).
Ανεξαρτήτως της κριτικής που μπορεί να της ασκήσει κανείς, η πολιτική πορεία της Άνγκελα Μέρκελ την καθιστά από τις πιο ενδιαφέρουσες περσόνες της νεότερης γερμανικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία ακολούθησε σπουδές στη φυσική και κατόπιν στη χημεία, όπου της απονέμεται διδακτορικό το 1986. Κατά τα λεγόμενα της, η ενασχόληση της με την επιστήμη απορρέει από την ιδιότητα αυτής να μην χειραγωγείται, κάνοντας αναφορά στο καθεστώς ελέγχου της Ανατολικής Γερμανίας.
Μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου ξεκινάει τη πολιτική της σταδιοδρομία. Ανερχόμενη στο ανδροκρατούμενο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) μέσα από διάφορες υπουργικές θέσεις από το 1991 και έπειτα, η Άνγκελα Μέρκελ έγινε πρόεδρος του κόμματος και αρχηγός της αντιπολίτευσης από το 1998 μέχρι το 2005, όπου και έγινε η πρώτη γυναίκα Καγκελάριος στην ιστορία της Γερμανίας.
Σε αυτά τα 16 χρόνια, η Μέρκελ έχει αναδειχθεί σε μια ηγέτιδα χαρακτηριζόμενη από την προθυμία της για συνεργατικές λύσεις από τη μια, αλλά και την ικανότητά της να επιμένει στη διαδικασία που ορίζουν κανόνες και θεσμοί από την άλλη. Υπό την καθοδήγηση της, η Γερμανία οριστικοποιήθηκε σαν η κινητήρια δύναμη της Ευρώπης, τόσο σε πολιτικό, αλλά και σε οικονομικό επίπεδο. Αυτή η ιδιαιτερότητα δημιούργησε αντίρροπες δυνάμεις όταν το ευρωπαϊκό και το γερμανικό συμφέρον δεν συμβάδιζαν.
Η Ευρωπαϊκή Κρίση Χρέους
Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους ήταν μια περίπτωση όπου η Μέρκελ κλήθηκε να ισορροπήσει αυτές τις δυνάμεις. Σε μια οικονομική ένωση, χωρίς την απαραίτητη πολιτική και θεσμική υπόσταση, τα συστημικά κενά που αναδείχτηκαν όταν έφτασε η κρίση στα τέλη του 2009 στην Ευρώπη, ώθησαν τη Γερμανία στην επιλογή της εμπλοκής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Έτσι δικαιολογήθηκε ένα θεσμικό κενό στην επιβολή προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, με πρόταγμα την ανεξάρτητη ανάλυση ενός εξωτερικού και τεχνοκρατικού θεσμού στα πλαίσια της δανειοδότησης. Παράλληλα η εμμονή στο δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, παρείχε την απαραίτητη νομιμοποίηση αυτής της δανειοδότησης στο γερμανικό ακροατήριο.
Παρόλο που και αυτές οι τεχνοκρατικές αναλύσεις αποδείχτηκαν αρχικά στρεβλές – τουλάχιστον σε επίπεδο δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, κατά την παραδοχή του ίδιου του επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος από πλευράς ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν – η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρίσκεται σε τελείως διαφορετικό επίπεδο ενοποίησης σε οικονομικό επίπεδο. Η δημιουργία οργάνων ειδικού σκοπού (SPVs), όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και η μεταγενέστερη εξέλιξή του στον μόνιμο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), κάλυψαν θεσμικά κενά στην αντιμετώπιση αντίστοιχων οικονομικών κρίσεων.
Αυτά τα βήματα προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση έγιναν με δυσανάλογη θυσία για τους λαούς της Ευρώπης, με αποτέλεσμα αυτή τη θεσμική πρόοδο να την ακολουθεί – και επί της ουσίας να την αποδυναμώνει – μια αποσύνθεση του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Ευρώπης.
Ευρωσκεπτικισμός και Προσφυγική Κρίση
Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτείται από την άνοδο του Ευρωσκεπτικισμού σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, με παραδείγματα από το Brexit μέχρι την εκλογή ακροδεξιών δυνάμεων στα κοινοβούλια πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Η προσφυγική κρίση που εντείνεται παράλληλα από το 2010 και έπειτα, ενισχύει περαιτέρω τα ξενοφοβικά στοιχεία στις κοινωνίες της Ευρώπης.
Σε αυτό το κομβικό σημείο και με το εγχώριο ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στην άνοδο, η Μέρκελ στηρίζει την ένταξη άνω του ενός εκατομμυρίου προσφύγων, κάνοντας τη Γερμανία τη πέμπτη μεγαλύτερη χώρα υποδοχής. Ταυτόχρονα όμως, η συμφωνία με την Τουρκία σε ευρωπαϊκό επίπεδο έδωσε τη δυνατότητα στη γειτονική μας χώρα να εργαλειοποιήσει τις μεταναστευτικές ροές.
Παράλληλα, η «δημοκρατική διολίσθηση» με το καθεστώς «ανελεύθερης δημοκρατίας», κατά τα λεγόμενα του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν, αλλά και ενέργειες της Πολωνικής κυβέρνησης στην χειραγώγηση του δικαστικού συστήματος, ανέδειξαν άλλο ένα ευρωπαϊκό χάσμα, πέραν αυτού μεταξύ Βορρά και Νότου.
Η μέχρι τώρα αδυναμία της ΕΕ να περιορίσει τέτοια φαινόμενα, και κατ’ επέκταση της Γερμανίας να ηγηθεί πιο ουσιαστικά, πέραν του «παραδείγματος προς μίμηση», καθιστά ένα σοβαρό κενό εφαρμογής ευρωπαϊκών πολιτικών υποχρεώσεων (όπως ως προς το μεταναστευτικό ή τα κοινωνικά δικαιώματα) που θα γιγαντωθεί μετά την έξοδο της Μέρκελ.
Συλλογική Δράση στην ΕΕ
Τέτοιου είδους παραδείγματα αποτυχίας της συλλογικής δράσης (collective action failure) έχουν γίνει πλέον χαρακτηριστικά της αδυναμίας της ΕΕ να εφαρμόσει κοινή πολιτική σε διαφορετικά πεδία. Παρόλα αυτά, η Γερμανία έχει πρόσφατα αποδείξει ότι μπορεί να παρέχει την καθοριστική ώθηση για να υπερβούν τα όρια και τους κανόνες. Ενδεικτικό αυτού η έκδοση αμοιβαίου ευρωπαϊκού ομόλογου για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και των δράσεων στα πλαίσια του NextGenerationEU.
Αυτή η κίνηση προς την μερική αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους υπήρξε κόκκινη γραμμή για τη πλειοψηφία του γερμανικού πολιτικού στερεώματος τη τελευταία δεκαετία και μόνο μια κρίση σαν αυτή του Covid-19 μπορούσε να αλλάξει αυτή τη στάση τόσο γρήγορα. Σε οικονομικό επίπεδο λοιπόν, η Γερμανία έχει αποδείξει επανειλημμένα το γνωστό ρητό της Καγκελαρίου: «όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος».
Το γεγονός όμως ότι σε πολιτικό επίπεδο η ηγεσία της Μέρκελ παραμένει περιορισμένη (πρακτικά λόγω θεσμικών κενών της ΕΕ, αλλά και επικοινωνιακά, θέλοντας να αποφύγει περαιτέρω κατηγορίες για παρέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις χωρών-μελών της ΕΕ μετά την κρίση χρέους), καθιστά δύσκολο να φανταστεί κανείς πως ο διάδοχός της θα μπορέσει να ασκήσει παραπάνω επιρροή πανευρωπαϊκά.
Το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορούσε να γίνει ένας πρακτικός μοχλός αντιμετώπισης κυβερνήσεων που παραβαίνουν ευρωπαϊκές υποχρεώσεις και ταυτόχρονα απολαμβάνουν τα οφέλη των ευρωπαϊκών πακέτων στήριξης. Με την άλλη δύναμη στο συσχετισμό ευρωπαϊκών δυνάμεων, τη Γαλλία, να παραμένει σε αναμονή των αποτελεσμάτων των διερευνητικών διαπραγματεύσεων, υποδεικνύει επί του πρακτέου ότι δεν βρίσκεται σε θέση να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη.
Παράλληλα, αν οι διερευνητικές τραβήξουν μέχρι το τέλος του χρόνου, η Γαλλία δεν θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τη προεδρία της στο Συμβούλιο της EE που ξεκινάει από τις αρχές του 2022, στερώντας στον Πρόεδρο Εμμάνουελ Μακρόν άλλο ένα εργαλείο στην προεκλογική του καμπάνια για τις γαλλικές εκλογές τον ερχόμενο Απρίλιο.
Η Παρακαταθήκη της Καγκελαρίου
Στη 16χρονη πορεία της Άνγκελα Μέρκελ, οι περισσότεροι παρατηρητές θα χαρακτήριζαν ως την μεγαλύτερή της παρακαταθήκη τη σταθερότητα που επεδείκνυε στην πολιτική αρένα. Με αυτό το γνώμονα της βγήκε και το παρατσούκλι «μανούλα» (“Mutti”) στη Γερμανία. Αντί της σταθερότητας όμως, η στάση της Μέρκελ δείχνει το πόσο γρήγορα και ριζικά μπορούν να αλλάξουν οι πολιτικές συνθήκες.
Κατ’ επέκταση, στη στάση της Μέρκελ ως προς τις κρίσεις που διαχειρίστηκε τα τελευταία 16 χρόνια, απεικονίζονται και τα οξύμωρα της πολιτικής. Ενώ οικονομικά προγράμματα επιβλήθηκαν ως υποχρεώσεις στον ευρωπαϊκό Νότο, πολιτικές υποχρεώσεις στον καταμερισμό του προσφυγικού και στο κοινωνικό κράτος δεν πληρούνται στην Ανατολική Ευρώπη. Ενώ το 2015 η Γερμανία δέχτηκε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και η Μέρκελ επέμεινε στην υποδοχή αυτών των ανθρώπων παρά το πολιτικό κόστος, δεν δίστασε την ίδια ακριβώς χρονιά να πει σε ένα κορίτσι από την Παλαιστίνη ότι δεν θα μπορούν να μείνουν όλοι στη Γερμανία, προκαλώντας του δάκρυα σε ζωντανή σύνδεση.
Σαν σωστή «μανούλα», η Μέρκελ είχε πάντα τη δυνατότητα να παραμένει διαλλακτική και ανοικτή στη συζήτηση, αλλά και να θέτει σκληρά όρια. Εν κατακλείδι, η σημαντικότερη ίσως παρακαταθήκη της Μέρκελ (πέραν των πρακτικών, όπως η εκκίνηση της διαδικασίας για αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους) ήταν το γεγονός ότι σε καμία φάση της ηγεσίας της στη Καγκελαρία δεν ενέδωσε σε λαϊκιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά, τα οποία έχουν γίνει μόνιμα εργαλεία στην επικοινωνιακή φαρέτρα ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Η πολιτική της Μέρκελ υπήρξε μεν ακραία οικονομιστική και πρακτική (κατά τη γερμανική ιδιοσυγκρασία) ανά περιόδους, αλλά παρόλες τις «σειρήνες» της μισαλλοδοξίας της τελευταίας δεκαετίας, διατήρησε μια διαφορετική στάση. Αυτή είναι η πραγματική πολιτική παρακαταθήκη της Μέρκελ και είναι μια ηγετική συμπεριφορά η οποία έχει ξεκινήσει δυστυχώς να εκλείπει.