Ενώ η προσωρινή ατζέντα (δημοσιευμένη 13 Σεπτεμβρίου) είχε θέματα του Covid-19, ψηφιακής πολιτικής και εξωτερικών σχέσεων στην ημερήσια διάταξη, η κατάσταση στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου αναμένεται να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των αρχηγών κρατών-μελών της ΕΕ που θα συναντηθούν στις Βρυξέλλες στις 21-22 Οκτωβρίου, στα πλαίσια της Συνόδου Κορυφής του Συμβουλίου της ΕΕ. Παράλληλα, η Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) που λαμβάνει χώρα στη Γλασκόβη από τις 31 του μήνα μέχρι τις 12 Νοεμβρίου, θέτουν την ενεργειακή πολιτική στο κέντρο των διαβουλεύσεων σε ανώτατο επίπεδο για τον επόμενο μήνα.
Μέσα σε έναν χρόνο, η τιμή των ολλανδικών futures φυσικού αερίου (TTF), που θεωρούνται βάση στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, έχει αυξηθεί από 15.3 ευρώ (8 Οκτωβρίου 2020) σε 116 ευρώ (5 Οκτωβρίου 2021), ξεπερνώντας ακόμα και αυτή τη τιμή. Οι περισσότεροι αναλυτές αποδίδουν την κατακόρυφη αύξηση στις τιμές ενέργειας σε ένα συνδυασμό ξαφνικής ζήτησης ενόψει του χειμώνα, αλλά και την μειωμένη παραγωγή ενέργειας λόγω Covid-19 (supply bottleneck). Επίσης περαιτέρω ανταγωνισμό στη ζήτηση έχει δημιουργήσει η ταχύτερη του αναμενόμενου ανάκαμψη της παραγωγικής διαδικασίας σε πολλές οικονομίες ανά τον πλανήτη, μετά την σταδιακή άρση των περιορισμών της πανδημίας. Ειδικά η ζήτηση από πλευρά Ασίας, όπου η Κίνα έχει δεσμευτεί να παρέχει τις αναγκαίες ποσότητες ενέργειας για τη βιομηχανία της, δημιουργεί μεγάλη πίεση στην αγορά ενέργειας. Ενδεικτικό επίσης είναι το ρεκόρ 12ετίας στη τιμή των αμερικάνικων futures για το φυσικό αέριο, καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν πλέον βασικό παίκτη στις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
ΕΕ και Αγορά Ενέργειας
Η κατακόρυφη αύξηση στις τιμές ενέργειας έχει θορυβήσει πολλούς ηγέτες στην Ευρώπη ενόψει του ερχόμενου χειμώνα, με τα βλέμματα να στρέφονται στις Βρυξέλλες ως προς τις επόμενες κινήσεις. Σε κοινό τους ανακοινωθέν, οι υπουργοί οικονομικών Ισπανίας, Γαλλίας, Τσεχίας, Ελλάδας και της Ρουμανίας, καλούν για κοινή προσέγγιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο προς αντιμετώπιση των αυξανόμενων τιμών, καθώς και την μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, οι Βρυξέλλες δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν βραχυπρόθεσμες λύσεις, όπως παραδέχτηκε η Ευρωπαία Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον στους Financial Times. Βάσει των όσων δήλωσε η Επίτροπος στο Ευρωκοινοβούλιο την Τετάρτη, η ΕΕ ετοιμάζει μια «εργαλειοθήκη» μέτρων που μπορούν να παρθούν από τα κράτη-μέλη, χωρίς αυτά να παραβαίνουν το ευρωπαϊκό δίκαιο. Σε αυτά συγκαταλέγονται η επιδότηση των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών και η μείωση της φορολογίας στην ενέργεια. Ωστόσο, ριζικές αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο ή στην ευρωπαϊκή αγορά ρύπων (ETS) δεν αναμένονται στο άμεσο μέλλον. Επίσης, οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στην αγορά φυσικού αερίου δεν θα πραγματοποιηθεί πριν τις 14 Δεκεμβρίου, όπου και έχει προγραμματιστεί η αναθεώρηση της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας (2009/73/EC) και ρύθμισης (715/2009).
Μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Περιβάλλοντος (6 Οκτωβρίου), ο Αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Φρανς Τίμερμανς, υπογράμμισε τους κινδύνους στη κοινωνική συνοχή που θα προκληθούν από τη κλιματική αλλαγή. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αναφέρθηκε στην ανάγκη μεγαλύτερης χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Παράλληλα, η δήλωση της Σίμσον ότι τα υπόγεια αποθέματα φυσικού αερίου κυμαίνονται άνω του 75% σε όλη την Ευρώπη, δεν δείχνει να εφησυχάζει τις αγορές για το ότι τα αποθεματικά βρίσκονται σε χαμηλό δεκαετίας. Επικοινωνιακά, οι Βρυξέλλες δείχνουν ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος. Πέραν αυτού, η στρατηγική της ΕΕ εστιάζει σε μακροπρόθεσμες λύσεις, οι οποίες εκφράζονται από την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» (European Green Deal), που στοχεύει, μεταξύ άλλων, την εξάλειψη ρύπων μέχρι το 2050. Κομμάτι αυτής της Συμφωνίας είναι και η επέκταση του ETS σε καταναλωτικούς τομείς, όπως οι συγκοινωνίες και η θέρμανση. Η τιμή ρύπων που ξεπέρασε τα 60 ευρώ τον περασμένο μήνα, έχει πιστωθεί από κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Ισπανία, ως βασική αιτία της αύξησης τιμών ενέργειας, πιέζοντας παράλληλα για αλλαγή στο πλαίσιο τιμολόγησης ρύπων. Παρόλα αυτά, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης είναι αντίθετες σε οποιαδήποτε μείωση στην τιμή των ρύπων, θέλοντας να αποφύγουν τον εκτροχιασμό των ευρωπαϊκών κλιματικών στόχων.
Η Αγορά Ρύπων
Εκτιμήσεις της ΕΕ αναφέρουν ότι 12-15% της πρόσφατης αύξησης του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας απορρέει από το ETS, από όπου οι πάροχοι ενέργειας αγοράζουν δικαιώματα ρύπων. Το πρόβλημα όμως που παρουσιάζεται στην αλυσίδα τροφοδοσίας είναι ότι οι τιμές στις οποίες αποπληρώνονται οι πάροχοι από τους καταναλωτές αφορούν συνήθως τιμές προ-διμήνου τουλάχιστον. Αυτό συμβαίνει διότι οι πάροχοι καλούνται να πληρώνουν τα δικαιώματα ρύπων σήμερα, αλλά η κατανάλωση αυτών των ρύπων από τους πελάτες των παρόχων συμβαίνει με μια χρονοκαθυστέρηση. Στη σημερινή κατάσταση της ραγδαίας και καθημερινής αύξησης τιμών, η δυνατότητα πολλών παρόχων να αγοράσουν δικαιώματα ρύπων μειώνεται, όπως αντίστοιχα ο υπερπληθωρισμός «ροκανίζει» την αγοραστική αξία καταναλωτών. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα ρευστότητας σε εταιρείες παροχής ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η πώληση του ΔΕΔΔΗΕ και η αναμενόμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που θα ξεκινήσει από τον Νοέμβριο, καθιστούν τη ΔΕΗ σε καλύτερη κατάσταση (σε επίπεδο ρευστότητας τουλάχιστον) για να ανταπεξέλθει στο άστατο τοπίο της αγοράς ενέργειας αυτόν τον χειμώνα. Παρόλα αυτά, η ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται οι πάροχοι ενέργειας, εγκυμονεί τον κίνδυνο της επιστροφής σε μια μονοπωλιακού τύπου αγορά στην ενέργεια.
Οι δηλώσεις του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, για αύξηση των παραδόσεων φυσικού αερίου προς αποσυμφόρηση της ευρωπαϊκής αγοράς κατάφεραν να βάλουν ένα φρένο στο ράλι των αγορών. Παρόλα αυτά, αναλυτές αναμένουν ότι αυτό το φρένο θα είναι προσωρινό. Στο παρελθόν, τέτοιου είδους καταστάσεις έχουν εργαλειοποιηθεί από τον Πούτιν για γεωπολιτικούς σκοπούς. Με την ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2 που θα εισάγει φυσικό αέριο μέσω Γερμανίας, η Ρωσία βρίσκεται σε ακόμα καλύτερη θέση να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία σαν προμηθευτής της Ευρώπης. Το έλλειμα ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας αναδεικνύεται για ακόμα μια φορά και οι αποφάσεις στην Σύνοδο Κορυφής στο τέλος του μήνα δεν αναμένονται να αλλάξουν πολλά. Τα πραγματικά προβλήματα όμως, θα ξεκινήσουν όταν αυτή η αύξηση στην τιμή ενέργειας μετατοπιστεί στα προϊόντα και τις υπηρεσίες καθημερινής κατανάλωσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα.