Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου παρέστη στις εορταστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει η Περιφέρεια Πελοποννήσου με τον Δήμο Πύλου – Νέστορος για την 194η επέτειο της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου και κατέθεσε στεφάνι στην πλατεία Τριών Ναυάρχων.
Αμέσως μετά η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Η συμβολή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας, στην Επανάσταση του 1821 υπήρξε αποφασιστική. Επιστέγασμα ήταν η καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο, στην πιο κρίσιμη καμπή του Αγώνα, από τον ενωμένο συμμαχικό στόλο. Η νίκη αυτή υπήρξε καθοριστική για την τελική επικράτηση των Ελλήνων. Αναπτέρωσε το φρόνημά τους και οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Τιμάμε τους άνδρες που στην ιστορική αυτή ναυμαχία έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία μας. Τιμάμε ταυτόχρονα τη μακρά φιλία και τους ισχυρούς δεσμούς που διατηρούν οι λαοί μας».
Τα γεγονότα της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου
Ενώ οι δημοκρατικές κυβερνήσεις Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας, παρασυρμένες και από τον φιλελληνισμό των ψηφοφόρων τους, έστελναν δυνάμεις στην Ελλάδα, η Ρωσία παρέμενε εχθρική. Μόνον όταν φάνηκε ότι η Ελλάς θα γίνει ανεξάρτητο κράτος (µε την υποστήριξη τού Ηνωµένου Βασιλείου και της Γαλλίας), αποφάσισε και η Ρωσία να στείλει στόλο στη ναυµαχία τού Ναυαρίνου, µόνο και µόνο για να µη µείνει απ’ έξω. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι τα ρωσικά πολεµικά πλοία ήταν λιγότερα από τα βρετανικά και τα γαλλικά, καθώς και ότι µπήκαν τελευταία στον κόλπο. Η Γαλλία ένωσε τις άλλες δύο δυνάμεις προκειμένου να αποκατασταθεί ο ηγετικός ρόλος της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις μετά από την ήττα της στους Ναπολεόντειους πολέμους. Οι κυβερνήσεις και των τριών δυνάμεων δέχονταν επίσης υπό την έντονη πίεση της εγχώριας κοινής γνώμη τους να ενισχυθούν οι Έλληνες, ειδικά μετά από την εισβολή της Πελοποννήσου, το 1825, από τον υποτελή στους Οθωμανούς Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου και τις αγριότητες του στρατού του σε βάρος του γηγενούς πληθυσμού.
Οι δυνάμεις συμφώνησαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1827), περί τα τέλη Ιουνίου, να αναγκάσουν την οθωμανική κυβέρνηση να παραχωρήσει αυτονομία στους Έλληνες και απέστειλαν ναυτικές μοίρες στην ανατολική Μεσόγειο για να επιβάλουν την πολιτική τους αλλά και να καταστείλουν την πειρατεία που έβλαπτε το βρετανικό εμπόριο στην Αν. Μεσόγειο. Η Ελληνική πλευρά με πράξη της 21 Ιουνίου (παλαιό ημερολόγιο) δέχθηκε αμέσως την συμφωνία αλλά ο Ιμπραήμ, που στο μεταξύ ήλεγχε σχεδόν όλη την Πελοπόννησο, ζήτησε προθεσμία έως ότου λάβει εντολές από την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι ο στόλος του δεν θα εξέλθει από την Πύλο πριν έλθουν οι διαταγές που περιμένει.
Διοικητής του συμμαχικού στόλου ανέλαβε ο αντιναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον ο οποίος από το 1826 είχε τοποθετηθεί ως ανώτατος διοικητής του βρετανικού στόλου της Μεσογείου.
Την 6η Σεπτεμβρίου συνέβη ναυτικό επεισόδιο μεταξύ βρετανικών και τουρκοαιγυπτιακών πλοίων στα παράλια της Παρνασσίδας, όπου το ατμόπλοιο “Καρτερία” με κυβερνήτη το Φρανκ Χέιστινγκς κατέστρεψε 6 μικρά τουρκικά σκάφη και ένα αλγερινό. Μετά από αυτό, την 19 Σεπτεμβρίου, σημαντική μοίρα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου παραβίασε την υπόσχεση και απέπλευσε από την Πύλο για να τιμωρήσει τα βρετανικά πλοία. Ο ναύαρχος Κόδριγκτον ορμώμενος από τη Ζάκυνθο με δύο μόνο πλοία ανάγκασε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα να επιστρέψει στο λιμάνι αλλά ο Ιμπραήμ έστειλε στρατό στην ξηρά όπου προέβη σε εμπρησμούς και καταστροφές των καλλιεργειών ως αντίποινα. Ο καπετάνιος Χάμιλτον που αποβιβάστηκε στη ξηρά μαζί με Ρώσο αξιωματικό, σε αναφορά του προς τον Κόδριγκτον ανέφερε ότι πυκνοί καπνοί αναδύονταν, και γυναίκες και παιδιά πέθαιναν από την πείνα μη έχοντας για τροφή τίποτα περισσότερο από χόρτα. Κάποιοι είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά όπου ο Χάμιλτον υποσχέθηκε να στείλει λίγο ψωμί. Κατέληγε με την εκτίμηση ότι “αν ο Ιμπραήμ παραμείνει στην Ελλάδα, περισσότερο από το ένα τρίτο των κατοίκων θα λιμοκτονήσει”. Μετά από αυτή την αναφορά οι τρεις ναύαρχοι έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Ιμπραήμ, αλλά έλαβαν την απάντηση ότι αυτός ήταν άφαντος.
Οι τρεις επικεφαλής, αντιναύρχος Κόδριγκτον, υποναύαρχος Δεριγνύ και υποναύαρχος Χέιδεν την 18η Οκτωβρίου έκριναν ότι δεν πρέπει να παραμείνουν θεατές των βιαιοπραγιών των Οθωμανών. Προηγουμένως ο Τζώρτζ Κάνιγκ είχε δώσει στον Κόδριγκτον την δική του ερμηνεία της Συνθήκης του Λονδίνου: “Αν δεν εισακουσθεί ο λόγος σας, μεταχειριστείτε τα πυροβόλα”.
Μετά από αυτό οι ναύαρχοι συμφώνησαν ότι ο Ιμπραήμ παραβιάζει τις συμφωνίες και απαίτησαν από αυτόν να αποπλεύσουν τα πλοία του προς Αίγυπτο ή Κωνσταντινούπολη αλλιώς θα του επιτεθούν. Ο συμμαχικός στόλος εισήλθε στην Πύλο την 8/20 Οκτωβρίου και άρχισε να παίρνει θέσεις μάχης. Ο Κόδριγκτον, πάνω στο πλοίο του “Ασία” (84 πυροβόλα), έλαβε μήνυμα ότι “ο Ιμπραήμ δεν είχε δώσει την άδεια για να εισέλθει ο συμμαχικός στόλος στο λιμάνι”, στο οποίο απάντησε ότι “δεν ήλθε για να λάβει διαταγές αλλά για να δώσει” και ότι “αν ριχτεί πυροβολισμός κατά του συμμαχικού στόλου θα καταστρέψει τον τουρκικό, και ότι δεν θα λυπηθεί αν του δοθεί αυτή η ευκαιρία.»
Μια βρετανική λέμβος με σημαία κήρυκος προσέγγισε ένα αιγυπτιακό πυρπολικό με σκοπό να του ζητήσει να απομακρυνθεί. Οι Αιγύπτιοι πυροβόλησαν πρώτοι και σκότωσαν αξιωματικό που επέβαινε στην λέμβο. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν περισσότεροι ναυτικοί μέσα στην λέμβο. Παρόμοιο επεισόδιο έγινε και σε άλλο σημείο. Από τον οθωμανικό στόλο ρίχτηκαν πυροβολισμοί και προς το πλοίο Sirene του Γάλλου ναυάρχου. Ο Κόδριγκτον έστειλε τον Έλληνα πρωρέα Μιχαήλ να ζητήσει από τον Αιγύπτιο ναύαρχο να παραμείνει ουδέτερος. Αφού ο Μιχαήλ παρέδωσε το μήνυμα, ενώ επέστρεφε στη λέμβο δέχθηκε εν ψυχρώ πυροβολισμό από Τούρκο ναυτικό, ο οποίος διέκρινε ότι ο απεσταλμένος του Άγγλου ναυάρχου ήταν Έλληνας. Ο Δεριγνύ από την πλευρά του ζήτησε επίσης από την πλησίον του Αιγυπτιακή φρεγάτα να μην ανοίξει πυρ. Ωστόσο, η ένταση δεν ήταν δυνατόν πλέον να ελεγχθεί. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, κρίνοντας ότι έχει υπεροχή άνοιξε πυρ κατά συμμαχικών πλοίων και η ναυμαχία άρχισε σε όλη τη διάταξη των πλοίων. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπερτερούσε αριθμητικά και ταυτόχρονα υποστηριζόταν από πυροβόλα των γύρω φρουρίων.
Σε κρίσιμη στιγμή της ναυμαχίας μπήκε στο λιμάνι ο Ρωσικός στόλος αποτελούμενος από οκτώ πλοία. Λεπτομερείς περιγραφές της μάχης αναφέρουν ότι τα πλοία ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε εμπλέκονταν τα ξάρτια τους οι δε ναύτες έβαλαν ακόμα και με πιστόλια. Μέχρι ώρα 5 το απόγευμα τα πλείστα των τουρκοαιγυπτιακών πλοίων είχαν καταστραφεί ή παραδοθεί. Οι απώλειες των Οθωμανών υπολογίζονταν σε 6.000 ενώ μόνο πάνω στην τουρκική και αιγυπτιακή ναυαρχίδα οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν περίπου 1.000. Από τη συμμαχική πλευρά οι νεκροί και τραυματίες ήταν 654 άνδρες εκ των οποίων 272 Βρετανοί, 184 Γάλλοι και 198 Ρώσοι. Ο Δεριγνύ ανέφερε ότι “στην ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου”. Στη διάρκεια της μάχης το “Ασία” είχε δεχτεί πάνω από 170 βολές και είχε πάθει ζημιές στην εξάρτησή του. Ο Κόδριγκτον δέχτηκε μια βολή μουσκέτου που του τρύπησε το μανίκι στο ύψος του καρπού ενώ το ρολόι και το πανωφόρι του καταστράφηκαν από θραύσματα ξύλου. Επίσης, τραυματίσθηκε και ο γιος του.
Την επομένη ημέρα οι σύμμαχοι απαίτησαν από τον Ιμπραήμ, που στο μεταξύ είχε καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας, να υψώσει λευκή σημαία σε όλα τα φρούρια με την απειλή ότι αν ριχτεί έστω και ένας πυροβολισμός θα θεωρηθεί ως κήρυξη πολέμου. Οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν και υπεγράφη ανακωχή πάνω στην ναυαρχίδα του Κόδριγκτον.
Αυτός την επομένη της ναυμαχίας απέστειλε επιστολή προς το Ναυαρχείο όπου περιέγραφε με λεπτομέρειες τη ναυμαχία και τις απώλειες. Ανέφερε ότι η μάχη ήταν απαραίτητη για να τηρηθούν οι όροι που είχαν προβλεφθεί από τη συνθήκη και για να σταματήσει η άγρια εξολόθρευση που διεξήγαγε ο Ιμπραήμ.