Ημέρα Παρασκευή, 29η Οκτωβρίου. Μαύρο πρωτοσέλιδο, για μια ακόμη φορά, η δολοφονία μιας γυναίκας, στην Ιεράπετρα της Κρήτης. Κάποιοι κάνουν λόγο, σαστισμένοι και απορημένοι, για «επιδημία» που ξέσπασε ξαφνικά(;;;) στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Πόσο ξαφνική, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί μια αποκλίνουσα και επικίνδυνη συμπεριφορά σε μια κοινωνία με βαθιά πατριαρχικά κατάλοιπα, εν μέσω μάλιστα μιας εξίσου βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης;
Φανταστείτε τη κοινωνία σαν ένα μπαλόνι. Το μπαλόνι αυτό φουσκώνει όταν συσσωρεύονται, χωρίς ουσιαστική επίλυση, προβλήματα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά. Φανταστείτε τώρα και τα μέλη αυτής της κοινωνίας να στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο κρατώντας αυτό το μπαλόνι, το οποίο όλο και διογκώνεται τη τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα. Ο νόμος της φυσικής είναι απλός: η δράση, επιφέρει αντίδραση. Η συμπίεση του μπαλονιού πια, πιο πολύ ομοιάζει με ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί. Κι η ιστορία μας έχει διδάξει πως, μετά από την έκρηξη, υπάρχουν απώλειες…
Ο θεσμός της οικογένειας, ιδίως στην ελληνική πραγματικότητα, παίρνει άλλη διάσταση, από ότι σε μία μέση Δυτικοευρωπαϊκή οικογένεια. Έχει αναχθεί, πιο συγκεκριμένα, σε καταφύγιο, ένα μέσο συσπείρωσης, σε θεσμό απαράβατο, ακλόνητο. Κι εκεί έγκειται και η αδυναμία του, το τρωτό του σημείο.
Η ελληνική οικογένεια «λαβώθηκε» από την ίδια της την ουσία, την ανοχή. Κι η σήψη της επήλθε από την κοινωνία που «έβλεπε, αλλά δεν έχωνε τη μύτη της εκεί που δεν τη έσπερναν». Γιατί η οικογένεια έπρεπε να ανέχεται, έπρεπε να κάνει τα στραβά μάτια, να συγχωρεί, να σιωπά και να καταβάλλει τα αδύνατα δυνατά για να μη «διαλυθεί» εις βάρος του αδύναμου μέλους της.
Είμαστε τόσο ξαφνιασμένοι, λοιπόν, με αυτή την έξαρση, με αυτή την επιδημία, όπως πολλοί, εθελοτυφλώντας, διατυμπανίζουν; Τα με αριθμό δεκατρία «κρούσματα» από τις αρχές του 2021 είναι μόνον όσα βρήκαν το δρόμο της δημοσιότητας. Όσα έγιναν με τόσο ειδεχθή τρόπο, ώστε να διεκδικήσουν ένα πολύτιμο πεντάλεπτο στα τηλεοπτικά παράθυρα. Η αλήθεια της ελληνικής οικογένειας είναι άλλη, είναι πιο ζοφερή και υποφέρει στην αφάνεια εδώ και δεκαετίες.
Νομικά δόκιμος ή μη, ο όρος γυναικοκτονία είναι πλέον κοινωνικά επιτακτικός. Είναι η ουσία του τέτοια, που έχει τη δύναμη να εισέρχεται μέσα στο σπίτι της ελληνικής οικογένειας και να χαράσσεται κάπου βαθιά στη συνείδηση ,κυρίως, της γυναίκας.
Είναι η ένταση της λέξης τέτοια, που θα εγείρει συζητήσεις, θα αφυπνίσει και θα δώσει δύναμη σε μία ακόμα γυναίκα που υφίσταται την οποιαδήποτε μορφή βίας να φύγει, πριν να είναι αργά.
Στατιστικά, όταν μια γυναικοκτονία φτάνει το φως της δημοσιότητας, δομές φιλοξενίας και hotlines υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών λαμβάνουν πολλές περισσότερες εκκλήσεις για βοήθεια απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο. Αυτό σημαίνει πως η γυναίκα αφουγκράζεται τί συμβαίνει γύρω της και συνειδητοποιεί πως, αν δεν κινητοποιηθεί, μπορεί να είναι το επόμενο πρωτοσέλιδο.
Ο όρος «γυναικοκτονία» δε θα έπρεπε να γεννά μια, άγονη και στυγνή, διαμάχη σχετικά με τη νομική/ ποινική του υπόσταση, αλλά να αντιμετωπίζεται ως ένα εργαλείο. Η κοινωνία εξελίσσεται αδιάκοπα, τρέχει ακόμα κι όταν τα φώτα σβήνουν.
Είναι χρέος μας να δεχόμαστε οποιαδήποτε μεταβολή μπορεί να ταρακουνήσει ένα κατεστημένο σιωπής κι ενοχών. Είναι χρέος μας προς τη γυναίκα, τη κοπέλα, το κορίτσι, τη μητέρα, τη σύζυγο να περιγράψουμε το έγκλημα αυτό με το όνομά του, να φωνάξουμε πως η φρίκη που διαβάσαμε ξανά στα πρωτοσέλιδα είναι «ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ».
Ελένη Δημοπούλου,
Ασκούμενη Δικηγόρος Θεσσαλονίκης