Η πίεση του πληθωρισμού στην αγορά αρχίζει να γίνεται αισθητή και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Οι προβλέψεις του προηγούμενου μήνα χαρακτηρίζουν την αύξηση των τιμών ως προσωρινή, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται στο 2.2% για το 2021, με μείωση στο 1.7% και 1.5% για το 2022 και 2023, αντίστοιχα. Ωστόσο, η ραγδαία αύξηση τιμών στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας μέσα στον μήνα, αναμένεται να αλλάξει το σκηνικό με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η ΕΚΤ στην ερχόμενη συνεδρίαση του ΔΣ στις 16 Δεκεμβρίου.Οι αντίθετες τάσεις μεταξύ μελών του ΔΣ έχουν ήδη ξεκινήσει να διαφαίνονται, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης στις αρχές Σεπτεμβρίου. Το κεντρικό ζήτημα είναι το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας, γνωστό και ως PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme). Ξεκινώντας από τον Μάρτιο του 2020 και με ακόλουθες αυξήσεις τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο της περασμένης χρονιάς, το πακέτο στήριξης της ΕΚΤ για την πανδημία έχει φτάσει τα 1.85 τρις. ευρώ. Αυτή η παρέμβαση έχει συμβάλλει στην χρηματοδότηση των οικονομικών μέτρων στήριξης που έλαβαν κυβερνήσεις κρατών-μελών της ΕΕ, με χώρες όπως η Ελλάδα να εκδίδουν ομόλογα μέχρι και σε αρνητικά επιτόκια. Παρόλα αυτά, η έκβαση του PEPP τον Μάρτιο 2022, δημιουργεί ερωτήματα στο ΔΣ, και όχι μόνο, ως προς τη μεταβατική περίοδο.
Οι Αντίθετες Τάσεις στην ΕΚΤ
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα νομισματικής πολιτικής στο ΔΣ της ΕΚΤ δεν είναι καινούργια ιστορία. Όπως και στο παρελθόν, κατά τη κρίση της ευρωζώνης, επανέρχεται στην επιφάνεια η διαφωνία μεταξύ της συντηρητικής και της πιο ευέλικτης τάσης ως προς τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Μετά από μεγάλες παραχωρήσεις στη βασική τους αντίθεση για την μερική αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού χρέους και τη στήριξη χωρών που δεν πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια, όπως επενδυτική βαθμίδα (μεταξύ τους και η Ελλάδα που συμμετέχει στο PEPP κατ’ εξαίρεση), οι χώρες του Βορρά αρχίζουν να εκφράζουν και πάλι μια προθυμία για επιστροφή σε πιο παραδοσιακές μορφές νομισματικής πολιτικής. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός έχει φτάσει στα επίπεδα που προσδιορίζει η εντολή της ΕΚΤ για 2% στόχο, χρησιμοποιείται σαν απόδειξη για την επιτυχία του PEPP, που δικαιολογεί παράλληλα και την ολοκλήρωση του πακέτου. Από την άλλη πλευρά, οι χώρες του Νότου στηρίζουν την αύξηση του προηγούμενου πακέτου ποσοτικής χαλάρωσης APP (Asset Purchase Programme) σαν γέφυρα μετά το πέρας του PEPP. Στην συνέντευξη τύπου μετά το ΔΣ του περασμένου μήνα, η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε τη κοινή στάση των μελών για «σταδιακή» μετάβαση από το υπάρχων πρόγραμμα.
Βάσει ανεπίσημων δηλώσεων μελών του ΔΣ της ΕΚΤ που επικαλείται το Reuters, οι προβλέψεις που δημοσιεύτηκαν τον προηγούμενο μήνα για τον πληθωρισμό, χαρακτηρίζονται χαμηλές. Ο πληθωρισμός αναμένεται να κινηθεί ως και άνω του στόχου για 2% τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συντηρητικές φωνές στο ΔΣ αναμένεται να επιμείνουν στην επιστροφή σε ένα πιο περιοριστική νομισματική πολιτική. Η δύσκολη αυτή μετάβαση θα κριθεί στις λεπτομέρειες και κυρίως στην αντίδραση στην αγορά ομολόγων. Σε δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννη Στουρνάρα στο πρακτορείο Bloomberg, ανέφερε ότι η ΕΚΤ θα αποφύγει την οποιαδήποτε αναστάτωση στις αγορές κατά την ολοκλήρωση του PEPP, ενώ αναφέρθηκε στη βελτιωμένη οικονομική πρόβλεψη για την Ελλάδα ως μοχλό στήριξης του αιτήματος για συμμετοχή της χώρας σε μελλοντικά προγράμματα στήριξης της ΕΚΤ.
«Taper Tantrum» και Αγορές
Η χρονική συγκυρία της ολοκλήρωσης του PEPP έχει κάνει πολλούς αναλυτές να μιλούν για πιθανό «taper tantrum» στις αγορές. Αυτή η έννοια χρησιμοποιήθηκε το 2013, όταν τα επιτόκια των αμερικανικών ομόλογων αυξήθηκαν, σε αντίδραση της ανακοίνωσης της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, Federal Reserve (Fed), για μείωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που είχε εφαρμόσει μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η αναμενόμενη μείωση των προγραμμάτων στήριξης για την πανδημία της Fed και της ΕΚΤ τους ερχόμενους μήνες, θα μπορούσε να ξαναφέρει μια τέτοια αντίδραση στις αγορές. Εκεί εστιάζουν οι κεντρικοί τραπεζίτες όταν αναφέρονται σε «σταδιακή» μείωση. Ωστόσο, το ποσό ενδέχεται να πέσει από τα 235 δις δολάρια τον μήνα σε μηδέν σε χρονικό διάγραμμα ενός έτους. Αυτό αποτελεί μια μείωση επιπέδου 20 δις δολαρίων τον μήνα. Την προηγούμενη φορά που η Fed ανακοίνωσε την επιβράδυνση του πακέτου ποσοτικής χαλάρωσης το 2013, ο ρυθμός μείωσης ανερχόταν στα 8.5 δις δολάρια σε βάθος 10 μηνών. Αντίστοιχα, τον Μάρτιο του 2017, όταν η ΕΚΤ αυτή τη φορά ανακοίνωνε τη σταδιακή επιβράδυνση του δικού της πακέτου ποσοτικής χαλάρωσης, το πλάνο είχε χρονικό ορίζοντα 21 μηνών.
Η ειδοποιός διαφορά στη σημερινή συγκυρία, που παράλληλα κάνει και την αγορά πιο ευάλωτη σε «taper tantrum», είναι το ενδεχόμενο να συμπίπτουν χρονικά αυτές οι «σταδιακές» μειώσεις της Fed και της ΕΚΤ. Την προηγούμενη φορά, η ολοκλήρωση του αμερικάνικου προγράμματος και η ανακοίνωση του ευρωπαϊκού κάποιους μήνες αργότερα, δημιούργησε μια μεταβατική γέφυρα για τους επενδυτές ομολόγων κατά μήκος του Ατλαντικού. Αυτή τη φορά και με τα «ανοίγματα» στο χρέος που έχουν γίνει από δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, οποιαδήποτε κίνηση πρέπει να γίνει χειρουργικά.
«The Lady’s Not Tapering»
«The lady’s not tapering», δήλωσε κατηγορηματικά η Κριστίν Λαγκάρντ σε ερώτηση για το «taper tantrum» από δημοσιογράφο της Wall Street Journal, παραφράζοντας τη γνωστή ατάκα της Μάργκαρετ Θάτσερ. Το πρόβλημα είναι ότι η Πρόεδρος της ΕΚΤ βρίσκεται σε μια αρκετά πιεσμένη θέση, καθώς καλείται να ισορροπήσει μεταξύ της εντολής της ΕΚΤ για στόχο 2% στον πληθωρισμό, αλλά και παράλληλα στην άλλη εντολή της τράπεζας για σταθερότητα των τιμών, που προϋποθέτει ήρεμες αγορές. Τα περιθώρια της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ βρίσκονται στα όρια τους, καθώς το επιτόκιο παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Η συντηρητική πλευρά του ΔΣ της ΕΚΤ θα συνεχίσει να πιέζει για μεγαλύτερη συμμόρφωση με κανόνες νομισματικής ορθοδοξίας.
Από την άλλη, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα αποπληρωθούν τα υπέρογκα χρέη τα οποία έχουν εκδοθεί από τα κράτη ανά τον κόσμο προς αντιμετώπιση της πανδημίας, χωρίς πληθωρισμό. Η αντίθεση του πιστωτικού συστήματος σε οποιαδήποτε μορφή πολιτικής με πληθωριστικές τάσεις, απορρέει από το γεγονός ότι η αξία των δανείων ροκανίζεται από την μείωση της αξίας του χρήματος. Επίσης δύσκολο είναι να φανταστεί κανείς, κράτη όπως της Ιταλίας και της Ελλάδας (με άνω του 150% και 200% χρέος επί του ΑΕΠ αντιστοίχως) να μην γίνονται βορά κερδοσκόπων επενδυτών, χωρίς κάποιο πρόγραμμα στήριξης ομολόγων.
Η ΕΚΤ τον Δεκέμβριο αναμένεται να συμπεριλάβει την Ελλάδα στα επόμενα πακέτα στήριξης προς αποφυγή τέτοιων ενδεχόμενων. Ο Στουρνάρας υπογράμμισε ότι αν δεν υπήρχε η πανδημία, η Ελλάδα θα είχε αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα για να πληροί τα κριτήρια ένταξης στα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Παρόλα αυτά, το μείγμα πολιτικής που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ θα πρέπει να απεμπολήσει δόγματα του παρελθόντος περί νομισματικής ορθοδοξίας. Η συγκυρία που αντιμετωπίζει το ΔΣ της ΕΚΤ δεν μοιάζει με τίποτα από το παρελθόν.